Dictionary of Greek. 2013.
γρέγος — ο (λ. βενετ.), ΒΑ άνεμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραίγος — ο βλ. γρέγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)